πραῶν

πραῶν
πρᾱῶν , πρᾶος
Gött. Nachr.
masc/neut gen pl (attic epic doric)
πρᾱῶν , πρᾶος
Gött. Nachr.
neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρᾴων — πρᾶος Gött. Nachr. masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράων — πρά̱ων , πρᾶος Gött. Nachr. masc/fem/neut gen pl πρά̱ων , πρᾶος Gött. Nachr. neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραόνως — Α επίρρ. με πραότητα, πράως. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πραόνως, κατά μία άποψη έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο επί θ. *πραόνους (< πρᾶος + νοῦς), ενώ κατ άλλους από το επίθ. πρᾶος, αναλογικά προς το επίρρ. εὐδαιμόνως (< εὐδαίμων, ονος). Παρ όλα αυτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”